- προΐστημι
- ΝΜΑ [ἵστημι]μέσ. προΐσταμαιείμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.)νεοελλ.α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένηο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («προϊστάμενος υπηρεσίας»)β) το θηλ. ως ουσ. η επικεφαλής τού βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματοςμσν.-αρχ.παθ. υπερασπίζω, προστατεύω («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)αρχ.1. στήνω μπροστά ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», Πολ.)2. κάνω κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ πόλις ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», Πλάτ.)3. εκθέτω δημόσια4. (το ενεργ. με παθ. σημ.) είμαι αρχηγός πολιτικής μερίδας5. μέσ. α) εκλέγω κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», Ηρόδ.)β) θέτω ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», Ξεν.)γ) προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», Δημοσθ.)δ) θεωρώ ανώτερο, προτιμώ («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», Πλάτ.)ε) ιδρύω κάτι πριν από άλλοστ) δηλώνω, φανερώνωζ) φέρω ως παράδειγμα για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», Πλάτ.)6. παθ. α) κυβερνώ, διοικώβ) υπερτερώ, υπερβαίνω («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», Πλάτ.)γ) προσέρχομαι, παρουσιάζομαιδ) πλησιάζω («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», Σοφ.)ε) στέκομαι ενώπιον κάποιου ως εχθρόςστ) είμαι πόρνη7. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) οἱ προεστῶτες, ιων. τ. προειστεῶτες και οἱ προστάντεςοι πολιτικοί αρχηγοί8. φρ. α) «προΐστημι φόνου» — προετοιμάζω τον φόνο κάποιουβ) «προΐστημι ἐναντίαν γνώμην» — εκπροσωπώ την αντίθετη γνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.